- κλημάτων
- κλη̱μάτων , κλῆμαtwigneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek
αμπελομιξία — ἀμπελομιξία, η (Α) ανάμιξη κλημάτων, ενοφθαλμισμός, κέντρωμα τών κλημάτων τού αμπελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + μιξία < μίξις < μείγνυμι] … Dictionary of Greek
άνοιγμα — το (Α ἄνοιγμα) η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι νεοελλ. 1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος 2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο 3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα,… … Dictionary of Greek
αγουροφύτι — το [αγουροφυτεύω] νέα φυτεία πρόωρα φυτεμένων κλημάτων … Dictionary of Greek
αμπελοτομία — η το χειμωνιάτικο κλάδεμα τών κλημάτων κατά τους αρχαίους (βλ. Αμπέλι). [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + τομία < τέμνω] … Dictionary of Greek
αμπελοτρύπανο — το τρυπάνι με το οποίο ανοίγουν τρύπες για το φύτεμα κλημάτων αμπέλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + τρυπάνι] … Dictionary of Greek
αμπελοφυτεία — η 1. φυτεία, συστάδα κλημάτων, αμπελώνας 2. νεοφύτευτο αμπέλι, φυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + φυτεία < φυτεία] … Dictionary of Greek
αποχαρακώνω — (Α ἀποχαρακῶ, όω) νεοελλ. 1. τελειώνω το χαράκωμα, τη χάραξη γραμμών 2. τελειώνω το χαράκωμα των κλημάτων αρχ. οχυρώνω με χαράκωμα … Dictionary of Greek
καλαμουργία — καλαμουργία, ἡ (Α) [καλαμουργώ] πάπ. η ετοιμασία πασσάλων για στήριξη τών κλημάτων … Dictionary of Greek
καλαμουργώ — καλαμουργῶ, έω (Α) πάπ. ετοιμάζω καλάμινους πασσάλους για στήριξη τών κλημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + ουργῶ (< ουργός < ἔργον), πρβλ. στιχ ουργώ, χειρουργώ] … Dictionary of Greek